eloficiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- eloficiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα eloficiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | eloficiĝas | eloficiĝanta | eloficiĝata |
αόριστος | eloficiĝis | eloficiĝinta | eloficiĝita |
μέλλοντας | eloficiĝos | eloficiĝonta | eloficiĝota |
υποθετική | eloficiĝus | - | - |
προστακτική | eloficiĝu | - | - |
eloficiĝi (eo)