eltrovo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eltrovo < el + trov- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική eltrovo eltrovoj
αιτιατική eltrovon eltrovojn

eltrovo (eo)

sia laboro konsistas en la eltrovo de manieroj por solvi problemoj, η δουλειά συνίσταται στην εύρεση τρόπων επίλυσης προβλημάτων