emanet
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- emanet < αραβική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- οτιδήποτε εμπιστεύεται κανείς να του το φυλάξει άλλος
- παρακαταθήκη
- κρατική υπηρεσία που κάνει πληρωμές και εισπράξεις δημοσίου χρήματος