Μετάβαση στο περιεχόμενο

emballage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
emballage emballages

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emballage < emball(er) + -age
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: ἐμβαλλάγιον νέα ελληνικά: αμπαλάγιο
νέα ελληνικά: αμπαλάζ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.ba.laʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

emballage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη balle