Μετάβαση στο περιεχόμενο

embarrass

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας embarrass
γ΄ ενικό ενεστώτα embarrasses
αόριστος embarrassed
παθητική μετοχή embarrassed
ενεργητική μετοχή embarrassing

embarrass (en)

  • εξευτελίζω, κάνω κάποιον να νιώθει ντροπαλός ή άβολος, ειδικά σε μια κοινωνική κατάσταση
      He insulted and embarrassed me.
    Με έβρισε και με εξευτέλισε.
      I feel embarrassed.
    Νιώθω εξευτελισμένος.
      You embarrass yourself when you go around drunk.
    Εξευτελίζεσαι όταν γυρίζεις μεθυσμένος εδώ και κει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη humiliate