Μετάβαση στο περιεχόμενο

embassy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
embassy embassies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

embassy (en)

  • η πρεσβεία
      A crowd began to collect in front of the embassy.
    Μια συγκέντρωση άρχισε να μαζεύεται μπροστά στην πρεσβεία.