embaumeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
embaumeur | embaumeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
embaumeur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
embaumeur | embaumeurs |
embaumeur (fr) αρσενικό