Μετάβαση στο περιεχόμενο

embryonnaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
embryonnaire < embryon

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
embryonnaire embryonnaires

embryonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό