emeritiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

emeritiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα emeritiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας emeritiĝas emeritiĝanta emeritiĝata
αόριστος emeritiĝis emeritiĝinta emeritiĝita
μέλλοντας emeritiĝos emeritiĝonta emeritiĝota
υποθετική emeritiĝus - -
προστακτική emeritiĝu - -

emeritiĝi (eo)