emeritiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- emeritiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα emeritiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | emeritiĝas | emeritiĝanta | emeritiĝata |
αόριστος | emeritiĝis | emeritiĝinta | emeritiĝita |
μέλλοντας | emeritiĝos | emeritiĝonta | emeritiĝota |
υποθετική | emeritiĝus | - | - |
προστακτική | emeritiĝu | - | - |
emeritiĝi (eo)