Μετάβαση στο περιεχόμενο

emotionally

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός emotionally
συγκριτικός more emotionally
υπερθετικός most emotionally

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emotionally < emotional + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

emotionally (en)