empoté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- empoté < en- + παλαιά γαλλική pot (= χοντρός, μουδιασμένος)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoté | empotés |
θηλυκό | empotée | empotées |
empoté (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoté | empotés |
θηλυκό | empotée | empotées |
empoté (fr)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- empoter (με τελείως διαφορετική έννοια!)