empower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
empower (en)
- εξουσιοδοτώ, δίνω την εξουσία σε κάποιον
- επιτρέπω δράση
- ενδυναμώνω, εμψυχώνω