Μετάβαση στο περιεχόμενο

emprise

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emprise emprises

emprise (fr) θηλυκό