Μετάβαση στο περιεχόμενο

empty-handed

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
empty-handed < empty + handed

Επίθετο

[επεξεργασία]

empty-handed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • με άδεια χέρια, χωρίς να πάρω αυτό που ήθελα
    παράδειγμα  Would you leave empty-handed?
    Θα φεύγατε με άδεια χέρια;
    παράδειγμα  We came back empty-handed.
    Γυρίσαμε με άδεια χέρια.