Μετάβαση στο περιεχόμενο

enŝlosonta

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

enŝlosonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος enŝlosi