en avoir marre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃n‿ a.vwaʁ maʁ/
Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]
en avoir marre (fr)
- (οικείο) βαρέθηκα, κουράστηκα δεν αντέχω άλλο, μπουχτίζω
- ↪ j'en ai marre de souffrir pour toi - βαρέθηκα να υποφέρω για σένα