en masse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

en masse (en)

  • εφάπαξ
    ⮡  They paid off their debt en masse.
    Εξόφλησαν την οφειλή τους εφάπαξ.