en masse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]en masse (en)
- εφάπαξ
- ⮡ They paid off their debt en masse.
- Εξόφλησαν την οφειλή τους εφάπαξ.
- ⮡ They paid off their debt en masse.