enabismiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enabismiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enabismiĝas enabismiĝanta enabismiĝata
αόριστος enabismiĝis enabismiĝinta enabismiĝita
μέλλοντας enabismiĝos enabismiĝonta enabismiĝota
υποθετική enabismiĝus - -
προστακτική enabismiĝu - -

enabismiĝi (eo)