enamored

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

enamored (en) και enamoured

  • She's enamored of her new boyfriend.

Συνώνυμα[επεξεργασία]