enamour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας enamour
γ΄ ενικό ενεστώτα enamours
αόριστος enamoured
παθητική μετοχή enamoured
ενεργητική μετοχή enamouring

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enamour < παλαιά γαλλικά enamourer, enamorer < en- (< λατινικό in) + γαλλικά amour ‎(αγάπη), λατινικά amor. Δείτε amour, και συγκρίνετε με το inamorato.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪˈnæmə(r)/

Ρήμα[επεξεργασία]

enamour (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]