enamour
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | enamour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enamours |
αόριστος | enamoured |
παθητική μετοχή | enamoured |
ενεργητική μετοχή | enamouring |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]enamour (en)