encéphalique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.se.fa.lik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
encéphalique | encéphaliques |
encéphalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό