encaissable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
encaissable < encaisser + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
encaissable encaissables

encaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό