encaisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
encaisseur encaisseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

encaisseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]