encombrée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
encombrée | encombrées |
encombrée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
encombrée | encombrées |
encombrée (fr) θηλυκό