encourage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | encourage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | encourages |
αόριστος | encouraged |
παθητική μετοχή | encouraged |
ενεργητική μετοχή | encouraging |
Ρήμα[επεξεργασία]
encourage (en)
- ενθαρρύνω, δίνω θάρρος ή κίνητρα σε κάποιον
- διευκολύνω, καταφέρνω κάποιον να κάνει κάτι διευκολύνοντάς τον και κάνοντάς τον να πιστέψει ότι είναι καλό να κάνει
- ↪ He gave me all the data so it encouraged me to draft the research.
- Μου έδωσε όλα τα στοιχεία και έτσι διευκολύνθηκα στη σύνταξη της μελέτης.
- ↪ He gave me all the data so it encouraged me to draft the research.
- υποβοηθώ, διευκολύνω, κάνω κάτι πιο πιθανό να συμβεί ή να αναπτυχθεί
- ↪ Conditions which encourage the development of small businesses.
- Συνθήκες που υποβοηθούν την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων.
- ↪ a medicine which encourages digestion - φάρμακο που διευκολύνει την πέψη
- ↪ Conditions which encourage the development of small businesses.
Πηγές[επεξεργασία]
- encourage - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 293. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενθαρρύνω