encourage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας encourage
γ΄ ενικό ενεστώτα encourages
αόριστος encouraged
παθητική μετοχή encouraged
ενεργητική μετοχή encouraging

Ρήμα[επεξεργασία]

encourage (en)

  • ενθαρρύνω, δίνω θάρρος ή κίνητρα σε κάποιον
    I encourage someone in their studies.
    Ενθαρρύνω κάποιον στις σπουδές του.
    I was encouraged to see that…
    Ενθαρρύνθηκα βλέποντας ότι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate

Πηγές[επεξεργασία]