encrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
encrier | encriers |
encrier (fr) αρσενικό
- το μελανοδοχείο
ενικός | πληθυντικός |
encrier | encriers |
encrier (fr) αρσενικό