encroachment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]encroachment < encroach + -ment < encroach < παλαιογαλλικά: encrochier (“αρπάζω”) < en- + croc (“γάντζος”) + -ier
Προφορά
[επεξεργασία]/ɛŋˈkrəʊtʃm(ə)nt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]encroachment