endangered

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός endangered
συγκριτικός more endangered
υπερθετικός most endangered

endangered (en)

  • ο απειλούμενος, που βρίσκεται σε κίνδυνο
    rare and endangered plants of Greece - σπάνια και απειλούμενα φυτά της Έλλαδας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

endangered (en)