Μετάβαση στο περιεχόμενο

ending

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ending endings

ending (en)

  1. το τέλος, το τελευταίο μέρος μιας ιστορίας, ταινίας κτλ.
      I was imagining a better ending for my story.
    Φανταζόμουν ένα καλύτερο τέλος για την ιστορία μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη end
  2. (γραμματική) η κατάληξη μιας λέξης
      Why do some adverbs have two endings while others have only one?
    Γιατί τα επιρρήματα έχουν δυο καταλήξεις ενώ κάποια άλλα μόνο μία;

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ending (en)