endormi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endormi | endormis |
θηλυκό | endormie | endormies |
Επίθετο
[επεξεργασία]endormi (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endormi | endormis |
θηλυκό | endormie | endormies |
endormi (fr)