endromis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- endromis < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδρομίς < ἐν + δρόμος + -ίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
endromis θηλυκό
- (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο πανωφόρι που φορούσαν οι αθλητές μετά την εξάσκηση ή τους αγώνες
- (κατ’ επέκταση) πολυτελής επενδύτης
Κλίση[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- συγγενές: (αρχαία ελληνική) ἐνδρομίς
Πηγές[επεξεργασία]
- endromis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.