endurance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
endurance | endurances |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈdjʊəɹəns/ και /ɪnˈdjɔːɹəns/
- ΔΦΑ : /ɪnˈdʊɹəns/ και /ɪnˈdɝəns/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
endurance (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
endurance στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
endurance | endurances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
endurance (fr) θηλυκό