endurance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
endurance endurances

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈdjʊəɹəns/ & /ɪnˈdjɔːɹəns/
ΔΦΑ : /ɪnˈdʊɹəns/ & /ɪnˈdɝəns/ (αμερικανικό)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

endurance (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • endurance στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 82. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αντοχή



      ενικός         πληθυντικός  
endurance endurances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

endurance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]