endurci
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- endurci < endurcir
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endurci | endurcis |
θηλυκό | endurcie | endurcies |
endurci (fr)
- που έχει σκληρύνει
- σκληραγωγημένος
- (μεταφορικά) συνηθισμένος σε κάτι, σε σημείο να είναι αναίσθητος σ' αυτό