endurci
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- endurci < endurcir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endurci | endurcis |
θηλυκό | endurcie | endurcies |
endurci (fr)
- που έχει σκληρύνει
- σκληραγωγημένος
- (μεταφορικά) συνηθισμένος σε κάτι, σε σημείο να είναι αναίσθητος σ' αυτό