endurcissement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- endurcissement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɑ̃.dyʁ.sis.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
endurcissement | endurcissements |
endurcissement (fr) αρσενικό