Μετάβαση στο περιεχόμενο

endurcissement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
endurcissement < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.dyʁ.sis.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
endurcissement endurcissements

endurcissement (fr) αρσενικό