enfermement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| enfermement | enfermements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]enfermement (fr) αρσενικό
- ο εγκλεισμός, η κλεισούρα
| ενικός | πληθυντικός |
| enfermement | enfermements |
enfermement (fr) αρσενικό