enfoiré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enfoiré | enfoirés |
θηλυκό | enfoirée | enfoirées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]enfoiré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enfoiré | enfoirés |
θηλυκό | enfoirée | enfoirées |
enfoiré (fr)