engaged
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]engaged (en) (χωρίς παραθετικά)
- αρραβωνιασμένος
- ⮡ They’ve been engaged (for) two years.
- Είναι δύο χρόνια αρραβωνιασμένοι.
- ⮡ She is engaged to me.
- Είναι αρραβωνιασμένη με μένα/μαζί μου.
- ⮡ They’ve been engaged (for) two years.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]engaged (en)