Μετάβαση στο περιεχόμενο

engaged

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

engaged (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αρραβωνιασμένος
      They’ve been engaged (for) two years.
    Είναι δύο χρόνια αρραβωνιασμένοι.
      She is engaged to me.
    Είναι αρραβωνιασμένη με μένα/μαζί μου.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

engaged (en)