engendrement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

engendrement < engendrer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
engendrement engendrements

engendrement (fr) αρσενικό