Μετάβαση στο περιεχόμενο

engrave

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας engrave
γ΄ ενικό ενεστώτα engraves
αόριστος engraved
παθητική μετοχή engraved
ενεργητική μετοχή engraving

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
engrave < en- + grave

engrave (en)

  • (μεταβατικό) χαράζω, δημιουργώ μια σχετικά βαθιά τομή στην επιφάνεια ενός αντικειμένου με οξύ όργανο
      They engraved it on marble.
    Το χάραξαν πάνω σε μάρμαρο.
      It was deeply engraved in my memory.
    Χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου. (μεταφορικά)