Μετάβαση στο περιεχόμενο

engraving

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
engraving engravings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

engraving (en)

  1. το χαρακτικό, η γκραβούρα, το έργο χαρακτικής
      an exhibition of engravings from known artists - έκθεση χαρακτικών γνωστών καλλιτεχνών
  2. (μη μετρήσιμο) η χαρακτική, χαρακτικός, η τέχνη της χάραξης σχεδίων ή συμβόλων επάνω σε λεία επιφάνεια
      an exhibition for engraving works - έκθεση έργων χαρακτικής
      engraving tools - χαρακτικά εργαλεία
      wood engraving - ξυλογραφία
      copper engraving - χαλκογραφία

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

engraving (en)