engrenage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
engrenage | engrenages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
engrenage (fr) αρσενικό
- το γρανάζι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη grain
ενικός | πληθυντικός |
engrenage | engrenages |
engrenage (fr) αρσενικό