enkonduki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enkonduki < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enkonduki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enkondukas enkondukanta enkondukata
αόριστος enkondukis enkondukinta enkondukita
μέλλοντας enkondukos enkondukonta enkondukota
υποθετική enkondukus - -
προστακτική enkonduku - -

enkonduki (eo)