enlargement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]enlargement (en)
- μεγέθυνση (π.χ. μιας φωτογραφίας ή η ίδια η μεγεθυμένη φωτογραφία)
- διεύρυνση (π.χ. ενός οργανισμού με την εισδοχή νέων μελών)
- the policy of Nato enlargement