enlightening

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

enlightening (en)

  • διαφωτιστικός, επεξηγηματικός
    a very enlightening text/article - ένα διαφωτιστικότατο κείμενο/άρθρο
    What he told us was very enlightening.
    Ήταν πολύ διαφωτιστικά όσα μας είπε.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

enlightening (en)

Πηγές[επεξεργασία]