enmemiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- enmemiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα enmemiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | enmemiĝas | enmemiĝanta | enmemiĝata |
αόριστος | enmemiĝis | enmemiĝinta | enmemiĝita |
μέλλοντας | enmemiĝos | enmemiĝonta | enmemiĝota |
υποθετική | enmemiĝus | - | - |
προστακτική | enmemiĝu | - | - |
enmemiĝi (eo)