enmiksiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- enmiksiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα enmiksiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | enmiksiĝas | enmiksiĝanta | enmiksiĝata |
αόριστος | enmiksiĝis | enmiksiĝinta | enmiksiĝita |
μέλλοντας | enmiksiĝos | enmiksiĝonta | enmiksiĝota |
υποθετική | enmiksiĝus | - | - |
προστακτική | enmiksiĝu | - | - |
enmiksiĝi (eo)