Μετάβαση στο περιεχόμενο

enough

Από Βικιλεξικό

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

enough (en)

  • αρκετός, που αρκεί, που επαρκεί, που φτάνει, που βγαίνει, είναι όσα χρειάζεται
    παράδειγμα  Is ten pounds enough?
    Είναι αρκετές δέκα λίρες;
    παράδειγμα  It costs enough.
    Κοστίζει αρκετά.
    παράδειγμα  Wishes aren’t enough, action is also needed.
    Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση.
    παράδειγμα  The money is not enough for vacation.
    Τα λεφτά δεν επαρκούν για διακοπές.
    παράδειγμα  He borrowed my car, and on top of that, like that wasn’t enough, he asked me to loan him 100 euros!
    Δανείστηκε το αυτοκίνητό μου, κι έπειτα, σα να μην έφτανε αυτό, μου ζήτησε να τον δανείσω 100 ευρώ!
    παράδειγμα  There is enough for two suits from this piece of fabric.
    Βγαίνουν δυο κοστούμια από αυτό το κομμάτι ύφασμα.
    παράδειγμα  Are you sure you’ve had enough?
    Είσαι σίγουρος ότι χόρτασες;
    παράδειγμα  One can never get enough of this.
    Δεν το χορταίνει κανείς ποτέ αυτό.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

enough (en)

  1. αρκετά, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται αλλά όχι πολύ
    παράδειγμα  He is old enough to marry.
    Είναι αρκετά μεγάλος για να παντρευτεί.
    παράδειγμα  The dress isn’t long enough.
    Το φόρεμα δεν είναι αρκετά μακρύ.
     συνώνυμα: sufficiently
  2. αρκετά, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται
    παράδειγμα  I am optimistic enough.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
    παράδειγμα  I know him well enough.
    Τον ξέρω αρκετά καλά.
     συνώνυμα: quite, fully
  3. αρκετά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έμφαση μετά από ορισμένα επιρρήματα
    παράδειγμα  strangely enough - αρκετά περίεργα

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

enough! (en)

  • αρκετά!
    παράδειγμα  Enough! How many times do I have to tell you so that you understand?
    Αρκετά! Πόσες φορές να σου το πω για να καταλάβεις;
    παράδειγμα  Enough with the air conditioning!
    Αρκετά με το κλιματιστικό!

enough (en)

  • αρκετός, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται
    παράδειγμα  We have enough bread.
    Έχουμε αρκετό ψωμί.
    παράδειγμα  He has enough money to live.
    Έχει αρκετά χρήματα για να ζήσει.
     συνώνυμα: sufficient

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται μόνο πριν από τα πληθυντικά ή τα αμέτρητα ουσιαστικά