enrapture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας enrapture
γ΄ ενικό ενεστώτα enraptures
αόριστος enraptured
παθητική μετοχή enraptured
ενεργητική μετοχή enrapturing

Προφορά[επεξεργασία]

/ɪnˈræptʃə/

Ρήμα[επεξεργασία]

enrapture (en)

Πηγές[επεξεργασία]