enrichissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
enrichissement enrichissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

enrichissement (fr) αρσενικό