enroll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | enroll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enrolls |
αόριστος | enrolled |
παθητική μετοχή | enrolled |
ενεργητική μετοχή | enrolling |
enroll (en) (ΗΠΑ) και enrol (ΗΒ)
- εγγράφω, εγγράφομαι, κάνω εγγραφή
- ↪ I am enrolling my kids for school.
- Εγγράφω τα παιδιά μου σ’ένα σχολείο.
- ↪ I am enrolling in a class.
- Εγγράφομαι σε μια τάξη.
- ↪ Are you enrolled in your union?
- Είσαι εγγεγραμμένος στο σωματείο σου;
- ↪ I am enrolling in a night class.
- Κάνω εγγραφή σε βραδινή τάξη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη register
- ↪ I am enrolling my kids for school.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 256. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγγραφή, εγγράφω