enroll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | enroll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enrolls |
αόριστος | enrolled |
παθητική μετοχή | enrolled |
ενεργητική μετοχή | enrolling |
enroll (en) (ΗΠΑ) και enrol (ΗΒ)
- εγγράφω, εγγράφομαι, κάνω εγγραφή
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 256. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγγραφή, εγγράφω